Η ανακοίνωση είναι από τα ντοκουμέντα της 3ης συνδιάσκεψης του ΚΚΕ.
Το κείμενο είναι το ομώνυμο κεφάλαιο από το βιβλίο Καπετάνιοι του

Ιστορία

Αφορμή για την ψηφιοποίησή και την ανάρτηση του υλικού στο site αποτέλεσε ένα thread στο athens-imc που ξεκίνησε ο αείμνηστος Mr.Talion.

 


Μπούλκες

Ήταν περίπου 3.000 αυτοί που σχημάτισαν το πρώτο κύμα και ξεμπαρκάρησαν στο Τέτοβο, κοντά στα Σκόπια, αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Ζουν εκεί για ένα διάστημα, σ’ ένα πρόχειρο καταυλισμό, ενώ ο Τζίμας ψάχνει στομεταξύ να βρει ένα χώρο πιο κατάλληλο για μόνιμη εγκατάσταση της κοινότητας. Οι περισσότεροι άντρες της περιοχής έχουν σκοτωθεί στον αγώνα κατά του καταχτητή και οι Έλληνες αντάρτες γίνονται δεκτοί από τις Γιουγκοσλάβες το λιγότερο θερμά. Όταν εγκαταλείπουν την πόλη, δύο σειρές από χήρες και νέες κοπέλλες πλαισιώνουν τις σιδετροχιές και τους ζητωκραυγάζουν για τελευταία φορά, σκεπάζοντάς τους με δάκρυα, λουλούδια, φρούτα και τροφές.


Ο επόμενος σταθμός είναι ένα χωριό εγκαταλειμένο από μια γερμανική κοινότητα που προπολεμικά ζούσε σε μια ζηλευτή ευημερία, το Novis Iva. Οι βουνίσιοι Έλληνες ανακαλύπτουν στα αστικά σπίτια ανέσεις που τους φαίνονται απίθανες. Αφού καταστρέφουν κάπως τα ερμάρια με τους στραφταλιστούς καθρέπτες και θαμπώνουν από τα θαύματα του μηχανικού πολιτισμού, μαθαίνουν πως πρέπει να φύγουν πάλι προς το βορρά. Ο Τζίμας βρήκε την κατάλληλη τοποθεσία πάνω από το Βελιγράδι, στη γιουγκοσλάβικη καμπή του Δούναβη. Είναι το χωριό Μπούλκες. Η γη ολόγυρα στο χωριό, οι μικρές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μοιάζουν να υπόσχονται, στην πίκρα της ξενιτιάς, τη δημιουργία ενός ειδυλιακού κοινόβιου. Το Μπούλκες όμως, υπέρτατος χώρος του δόγματος, δεν θα πραγματώσει παρά την αστυνομική ουτοπία του Ζαχαριάδη. Ο Πεχτασίδης, μεγάλος ιεροεξεταστής της ΟΠΛΑ, θα επιβάλει, κάτω από τον έλεγχο του Ιωαννίδη που εγκαθίσταται στο Βελιγράδι, την φιλύποπτη και δρακόντεια τάξη της σταλινικής ορθοδοξίας.


Σύμφωνα με το πρότυπο της 12ης Ολομέλειας, το ΚΚΕ, έχοντας πραγματοποιήσει την αστική επανάσταση, περνάει στο ανώτερο στάδιο του σοσιαλισμού και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Για τον Πεχτασίδη αυτό σημαίνει πως ήρθε η ώρα να εκκαθαριστούν τα επαναστατικά στρατεύματα. Από την αρχή, το Μπούλκες επωφελείται από τις εγκαταστάεις του για να μεταδόσει στη βάση τις υγιείς ιδέες που διδάσκονται στα κατηχητικά της KUTV. Οι λαϊκοί αρχηγοί, οι καπετάνιοι και οι διανοούμενοι είναι a priori ύποπτοι για μικροαστικό συναισθηματισμό, αριστερισμό και τυχοδιωκτικές τροτσκιστικές τάσεις. Το στρατόπεδο του Μπούλκες απόπου θα περάσουν οι περισσότεροι από τους παλιούς υπεύθυνους του ΕΛΑΣ, εγκαινιάζεται με το έμβλημα της αστυνομικής τρομοκρατίας. Η παραμικρότερη κριτική, η πιο ανώδυνη αμφισβήτηση της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ, ερμηνεύεται σαν αληθινή προδοσία. Οι περισσότεροι από τους παλιούς αρχηγούς του ΕΛΑΣ, που στη διάρκεια του αγώνα τους δεν είχανε ποτέ υποστεί αυτό το είδος καταναγκασμού, αντιτάσσουν μια βουβή αντίσταση στην επιτροπή διοίκησης.


Για να υπογραμμίσουν καθαρά τις διαβαθμίσεις της νέας ιεραρχίας, προνόμια φανταχτερά παραχωρούνται στους γραφειοκράτες του κόμματος. Έχουν μεγάλα σπίτια, τρώνε σ’ ένα είδος λέσχης και μοιράζονται τον καλό ρουχισμό. Οι καπετάνιοι κι οι παλιοί αντάρτες είναι μαντρωμένοι σαν αιχμάλωτοι.


Σε μια συγκέντρωση, ένας καπετάνιος απευθύνεται στο ακροατήριο.

«Γιατί αυτή η ανισότητα ανάμεσα στη διοίκηση και στα μέλη του στρατόπεδου; Γιατί αυτή η δυσπιστία και η αδιαφορία για τους ήρωες της Αντίστασης;»

Ο Πεχτασίδης σηκώνεται στην έδρα.

«Πρέπει να διαγραφεί ο σύντροφος.»

Η συνέλευση απορρίπτει την πρόταση και διαλύεται αμέσως. Οι αμφισβητίες όμως εντοπίζονται και καταγράφονται στο μαυροπίνακα ενός κακόβουλου και συχνά αιματηρού καταδιωγμού.


Η αστυνομική τοξίνωση δηλητηριάζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, διαβρώνει τις θελήσεις και τελικά παραλύει κάθε διάθεση κριτικής.

«Αν κουβεντιάσεις με τον τάδε που έχει αντικομματική στάση, θα παρασυρθείς απ’ αυτόν. Πρόσεχε, γιατί διαφορετικά θα υποχρεωθούμε να λάβουμε μέτρα εναντίον σου.»


Αν η προειδοποίηση δε φέρει αποτέλεσμα, χρησιμοποιούνται πιο δραστικά μέσα.


Στο τέλος του καλοκαιριού, παίρνοντας σαν πρόσχημα μια διαμαρτυρία των γιουγκοσλαβικών αρχών, ο Πεχτασίδης οργανώνει την πρώτη του εκκαθάριση. Μαζί με τον καπετάν Μαύρο, είκοσι ξεροκέφαλοι οδηγούνται στα σύνορα, δηλαδή ρίχνονται βορά στις συμμορίες που αλωνίζουν την ελληνική ύπαιθρο ψάχνοντας. Τα σφάλματά τους είναι, η απειθαρχία, και φυσικά οι αντικομματικές ενέργειες και η προδοσία.


Μετά την παράσταση της δημόσιας ανάγνωσης των κατηγοριών, με εξέδρα, μουσική και σκηνοθεσία κατάλληλη, ο Μαύρος και οι 20 αντάρτες οδηγούνται στο σταθμό ανάμεσα σε δύο σειρές αντρών που έχουν ψυχολογικά συνθηκολογήσει, σφυρίζουν περιφρονητικά και φτύνουν κατάμουτρα τους παρίες. Εκείνοι που δε συμμετέχουν, και είναι πολλοί, θα περιμένουν τη σειρά τους. Είναι τα σκουλήκια.


Ο Μαύρος, ο «προδότης», πεταγμένος από τους γραφειοκράτες, θα οργανώσει νέες αντάρτικες ομάδες και θα πεθάνει, δύο χρόνια αργότερα, σαν ήρωας στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού.