Τ.Θ. 22098, Τ.Κ. 11201, Πλατεία Κυψέλης
oikodiktyo@mail.com

Δίκτυο Οικοκοινότητα
 

Ελληνική Γεωργία και Παγκοσμιοποίηση
Υπάρχει Διέξοδος για τους Έλληνες Αγρότες;

(Γιώργος Κολέμπας, Βόλος)

Μιλάμε για Παγκοσμιοποίηση της Γεωργίας από το 1995, όταν άρχισαν να μπαίνουν σε εφαρμογή οι συμφωνίες για τα γεωργικά προϊόντα από τον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).

Η ΕΕ αντιμετωπίζεται από την ΠΟΕ σαν ενιαία Αγορά. Έτσι η ευρωπαϊκή, άρα και η ελληνική γεωργία, έπρεπε να προσαρμοστεί στις συνθήκες του Ελεύθερου Εμπορίου.

Αυτό σημαίνει ότι τα γεωργικά προϊόντα τυχαίνουν της ίδιας μεταχείρισης απ’ τα κράτη, ανεξάρτητα απ’ τη χώρα παραγωγής και τη χώρα προορισμού τους. Κάθε είδος προστατευτισμού (δασμοί, επιδοτήσεις, ρυθμίσεις κλπ.) απ’ τα κράτη, πρέπει σταδιακά να αρθούν. Για να μπορεί να ισχύει κάποιο μέτρο, πρέπει να ισχύει παντού για τα ομοειδή προϊόντα, ώστε να μην υπάρχει “αθέμιτος” ανταγωνισμός.

Έτσι η φυτική και ζωική παραγωγή σε κάθε χώρα θα πρέπει να στραφεί σε προϊόντα, που απ’ τον τρόπο παραγωγής τους θα μπορούν, από άποψη τιμών, να είναι ανταγωνίσιμα διεθνώς.

Οι αγρότες λοιπόν σε κάθε χώρα, άρα και στην Ελλάδα, θα πρέπει να παράγουν βασικά για την διεθνοποιημένη αγορά και όχι για να ικανοποιούν τις ντόπιες ανάγκες. Τις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς όμως, τις καθορίζουν οι μεγάλες εταιρίες (αγρο-πολυεθνικές και οι αλυσίδες τροφίμων του λιανικού εμπορίου).

Ο ρόλος του αγρότη περιορίζεται σ’ αυτόν του παραγωγού “πρώτων υλών” διατροφής για αυτές τις εταιρίες. Στην καλύτερη περίπτωση, όσοι έχουν τα κεφάλαια, την υποδομή, την τεχνογνωσία και την πληροφόρηση για τις συνθήκες στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, μετατρέπονται σε επιχειρηματίες του αγροτικού τομέα. Είναι μια μικρή μερίδα. Οι μικροί αγρότες “τελειώνουν” και εγκαταλείπουν τα χωράφια, οι μεγάλοι “σκλαβώνονται” με δεσμευτικά συμβόλαια, αφού η διαπραγματευτική τους δύναμη είναι μειωμένη. Αυτό είναι το μήνυμα που έρχεται απ’ την παγκοσμιοποίηση.

Πραγματικά: Οι ρυθμίσεις που υιοθέτησε η ΕΕ μέσω των ΚΑΠ, στο μεταβατικό στάδιο μέχρι την πλήρη απελευθέρωση ήταν του τύπου: άδειες καλλιέργειες (ατομικό δικαίωμα), όρια 3 στρεμματικά για κάθε καλλιέργεια, ποσοστώσεις και πλαφόν όγκου παραγωγής, τέλη συνυπευθυνότητας (για την επιπλέον παραγωγή), μειώσεις της πυκνότητας των ζώων ανά μονάδα βοσκήσιμης έκτασης κλπ. Οι ρυθμίσεις αυτές φανέρωσαν καθαρά τα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας, αφού και αυτοί που την προηγούμενη περίοδο ήταν ευχαριστημένοι (κύρια 3 ομάδες παραγωγών: του βαμβακιού, του λαδιού και καπνού, που καρπώθηκαν το 60% των επιδοτήσεων της ΕΕ, πριν το ευρώ, τα 7 τελευταία χρόνια δόθηκαν 5 τρις δρχ. στους Έλληνες αγρότες), σταδιακά έπαψαν να είναι ευνοημένοι. Βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται δραστικά (πτώση 3,8% στην πενταετία 1996-2001). Στους έτσι και αλλιώς εξουθενωμένους αγρότες των “φθινουσών” περιοχών, προστίθενται και οι δυσαρεστημένοι των εύφορων περιοχών (οι οποίοι πρωτοστατούν στις αγροτικές κινητοποιήσεις). Ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχασε την αυτάρκειά της σε πολλά προϊόντα (π.χ. σιτηρά, φρούτα, λαχανικά κλπ.) και άρχισε τις εισαγωγές (το έλλειμμα π.χ. για το Α΄ εξάμηνο του 2001 στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων ανέβηκε στα 208,5 δις δρχ. Μόνο για ψωμί δίνει 10 δις δρχ. το μήνα κλπ.) [οι εισαγωγές ευνοούνται από το Υπουργείο Ανάπτυξης με δικαιολογία τον τιμάριθμο].

Το τελικό αποτέλεσμα της 10ετίας 1991-2000 ήταν: Μείωση των φυτικών εκμεταλλεύσεων κατά 5,5%, των βοοειδών κατά 46,6%, των προβάτων κατά 20,1%, των αιγών κατά 32,2%. Αντίθετα ο αριθμός π.χ. των βοοειδών αυξήθηκε κατά 9,8%. Τα μέλη των αγροτικών νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 9%, ενώ υπήρξε εντυπωσιακή αύξηση στους μόνιμους εργάτες γεωργικών εκμεταλλεύσεων κατά 71,4% και των εποχιακών κατά 17,7%.

Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν μια συγκεντροποίηση των εκμεταλλεύσεων και παράλληλα μια επιχειρηματοποίηση στο χώρο. Ο παραδοσιακός αγρότης εξαφανίζεται και έχουμε τον επιχειρηματία του αγροτικού τομέα, που αρχίζει και απασχολεί εργαζόμενους. Τα αποτελέσματα αυτά θα ενταθούν και μέσα από τα 3 βασικά κοινοτικά προγράμματα για την Ελλάδα που βρίσκονται σε εξέλιξη:

α) Με το πρόγραμμα πρόωρης συνταξιοδότησης θα επιδιωχθεί να τα παρατήσουν οι παλιοί αγρότες που δεν μπορούν να αλλάξουν καλλιέργειες

β) Με το πρόγραμμα νεοεισερχόμενων αγροτών θα επιδιωχθεί να μην παράγονται προϊόντα που δεν “χρειάζονται” και δεν μπορούν να προωθηθούν στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, αφού οι νέοι αγρότες πρέπει να επενδύουν σε καινούργια “επιλέξιμα” προϊόντα που δεν έχουν κορεσθεί (π.χ. ούζο, φέτα, ελιές Καλαμών, Σουλτανίνα, πορτοκάλια Βαλέντσια κλπ.), χωρίς αυτά να έχουν καθοριστεί ακόμα οριστικά (Ποιος όμως εγγυάται ότι στο μέλλον δεν θα κορεσθούν και αυτά, όπως π.χ. έγινε με το βαμβάκι, όπου στις αρχές της 10ετίας του ’80 στρέψανε όλους τους αγρότες προς αυτό;)

γ) Για το πρόγραμμα επιχειρηματικών δράσεων με στόχο τις επενδύσεις πάλι σε “επιλέξιμα” προϊόντα και την επεξεργασία τους, αλλά που θα εξασφαλίζουν υψηλή ποιότητα παραγωγής και συσκευασίας τους, θα βελτιώνουν το περιβάλλον και θα μειώνουν τις εισροές και τη χρήση ενέργειας. Το πρόγραμμα αυτό είναι ανεξάρτητο από ηλικία, αλλά έχει στόχο να μετατρέψει όσους αγρότες επιβιώσουν σε επιχειρηματίες, και βέβαια συνολικά μέσα και από τη συγκεντροποίηση της γης, το πέρασμα της γεωργικής δραστηριότητας στις αγροβιομηχανίες.

Σ’ αυτό το πρόγραμμα εντάσσονται και οι επενδύσεις για βιολογικά προϊόντα, με αποτέλεσμα και η βιολογική γεωργία, αν δε έχει πέσει ακόμα, κι πέσει στα χέρια των αντίστοιχων εταιριών με την ενδιάμεση μεταρρύθμιση και την είσοδο των νέων χωρών η κατεύθυνση αυτή θα ενισχυθεί.

Αυτή λοιπόν είναι η “αναδιάρθρωση” που προτείνει το Υπουργείο Γεωργίας και η κυβέρνηση στους Έλληνες αγρότες. Μια αναδιάρθρωση που χαρακτηρίζεται απ’ τη λογική της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και ρίχνει τα βάρη στις πλάτες των αγροτών. Η πλειοψηφία όμως των Ελλήνων αγροτών δεν έχει την ευελιξία να ανταποκρίνεται στις αλλαγές που προκαλούνται. Ό,τι είναι σήμερα προσοδοφόρο, αύριο μπορεί να είναι επιζήμιο. Οι των εύφορων περιοχών που έχουν  επενδύσει στις εντατικές καλλιέργειες του βαμβακιού, του καπνού ή της ροδακινιάς είναι δύσκολα να αλλάξουν επειδή θα τους αχρηστευθεί ο εξοπλισμός τους που για να τον αποκτήσουν είχαν χρεωθεί στις τράπεζες τα προηγούμενα χρόνια.

Οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι των ορεινών – φθινουσών περιοχών που καλλιεργούν είδη λαϊκής διατροφής και γαλακτοκομικά και αποτείνονταν στην εγχώρια αγορά, βλέπουν να μην μπορούν να συναγωνισθούν τις τιμές που προωθούν τα αντίστοιχα προϊόντα οι γνωστές ξένες αλυσίδες (Καρφούρ, Α-Β, Πριζουνίκ κλπ.) λιανικής, που κάνουν  προσπάθειες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με αποτέλεσμα να διώχνονται απ’ τα ράφια τους τα ελληνικά προϊόντα.

Ακόμα και στις λαϊκές, όπου υπήρχε μια διέξοδος, βλέπουν να χάνουν το έδαφος, αφού στους πάγκους ένας μόνο στους 4 είναι παραγωγός. Οι 3 είναι μέλη ενός εμπορικού κυκλώματος που λειτουργεί με βάση την παγκοσμιοποιημένη αγορά και βαφτίζει ελληνικά προϊόντα που εισάγονται σε φθηνές τιμές (π.χ. η αιγυπτιακή πατάτα που βαπτίζεται ελληνική).

Διέξοδο θα βρίσκουν μόνο οι επιχειρηματικά οργανωμένοι, που θα μπορούν να ανταποκρίνονται στις εναλλασσόμενες συνθήκες στις διεθνείς αγορές των γεωργικών προϊόντων.

Αν λοιπόν οι Έλληνες αγρότες δεχθούν την αναδιάρθρωση που προτείνει το Υπουργείο, δηλ. να σταματήσουν να καλλιεργούν ή να εκτρέφουν είδη που μπορούν να εισαχθούν φθηνότερα από αλλού, τότε θα επικρατήσουν και στη χώρα μας οι αγροβιομηχανίες και οι επιχειρηματικοί όμιλοι (οι συνεταιρισμοί έχουν μπει στο “χρονοντούλαπο”).

Σωστά λοιπόν οι περισσότεροι αντιδρούν. Όμως αντιστέκονται με βάση τα προηγούμενα δεδομένα. Τα αιτήματά τους κινούνται προς την κατεύθυνση του να συνεχίσουν καλλιεργούν – εκτρέφουν τα ίδια είδη με τον ίδιο τρόπο, εξασφαλίζοντας το εισόδημά τους μέσω επιδοτήσεων.

Όμως έτσι, στην ουσία θέλουν να επιτείνουν τα αποτελέσματα, στα οποία έφθασε η ελληνική γεωργία τις προηγούμενες 10ετίες. Δηλαδή: Μονοκαλλιέργειες με μεγάλες εξωτερικές εισροές (χωμ. λιπάσματα,  φυτοφάρμακα, ενέργεια, νερό), δυσανάλογη εκμηχάνιση, παραγωγή μεγάλων πλεονασμάτων, εξαφάνιση μοναδικών ελληνικών ποικιλιών, αρνητικό εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο, μεγάλες διαφορές τιμών μεταξύ παραγωγού – καταναλωτή, υπερχρέωση στις τράπεζες, μεγάλες διαφορές εισοδημάτων μεταξύ μιας μειοψηφίας μεγαλοαγροτών και της πλειοψηφίας των μικρών, υποβάθμιση των αγροτικών προϊόντων, ρύπανση εδαφών, νερών και της ατμόσφαιρας (π.χ. το 15% των αερίων του ΄΄θερμοκηπίου΄΄ οφείλονται στη Γεωργία), επιβάρυνση υγείας καταναλωτών κλπ.

Να συνεχίσουν λοιπόν, όπως μέχρι τώρα, δεν είναι δυνατόν, όχι μόνο επειδή και να αλλάξει η Κυβέρνηση, η ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΕΕ θα συνεχιστεί, αλλά και γιατί τα ίδια τα οικοσυστήματα δεν αντέχουν άλλο. Οι αλλαγές στο κλίμα και τα έντονα καιρικά φαινόμενα δεν είναι ανεξάρτητα απ’ τις χρήσεις που γίνονται μέχρι τώρα στη γεωργία. Οι καταστροφές των 2 τελευταίων χρόνων που έγιναν λόγω του καιρού, έχουν σαν αιτία και την ίδια τη γεωργία.

Παραμένοντας εγκλωβισμένοι στη λογική της αγοράς, έστω και προστατευμένης, φθάνουν σε αδιέξοδο οι περισσότεροι. Οι υπεύθυνοι “νίπτουν τας χείρας”, λέγοντας ότι “δεν φταίμε εμείς, φταίει η Ευρώπη, φταίει η παγκόσμια αγορά και ο Π.Ο.Ε.”.

Ποια είναι η διέξοδος;

Μπορεί να υπάρξει αναδιάρθρωση, που να αποτελέσει διέξοδο για τους Έλληνες αγρότες. Έξω όμως από τους όρους του ΠΟΕ και της Βιομηχανικής Γεωργίας. Αν υπάρξει ουσιαστική στροφή σ’ αυτό που έχει ονομαστεί “αγροτική” Γεωργία (Ζοζέ Μποβέ). Δηλ. μια γεωργία που θα στηρίζεται πρώτα στις ανάγκες του ίδιου του αγρότη, μετά της κοινότητάς του και της περιοχής του και στη συνέχεια των διπλανών περιοχών και της χώρας. Που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης – κοινότητα – περιοχή – χώρα.

Για την πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών, που τα επόμενα χρόνια θα έχουν πρόβλημα ύπαρξης και επιβίωσης, αυτό σημαίνει: πρώτα – πρώτα παράγουν την τροφή τους και στη συνέχεια παράγουν για τις ανάγκες της περιοχής τους. Γι’ αυτό δεν χρειάζονται να έχουν κανένα μηχανισμό έρευνας της αγοράς. Όλοι γνωρίζουν τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και των κοινοτήτων τους.

Προτού επικρατήσει η βιομηχανική γεωργία (πριν ’50-’60) ο αγρότης ήταν πολυτεχνίτης από ανάγκη. Ανάλογα με την εποχή: έσπερνε – τρυγούσε – επισκεύαζε εργαλεία  και αποθήκες – έκοβε ξύλα – κλάδευε – έβαζε τα ζώα να βοσκάνε – ασχολιόταν με τον λαχανόκηπό του κλπ. Τώρα, αν δεν μπορεί να εξελιχθεί σε επιχειρηματία ή δεν θέλει να γίνει εργάτης γης ή να φύγει από τη γη του, πρέπει πάλι από ανάγκη, να εφαρμόσει αυτό που λέγεται “πολυλειτουργικότητα”. Η δραστηριότητά του να έχει πολλές διαστάσεις: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Γι’ αυτό απαιτείται απ’ τη μεριά του γενικότερη κατανόηση των οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών εξελίξεων καθώς και γνώση και εμπειρίες για το ρόλο του στην κοινωνία της υπαίθρου. Η δράση του επηρεάζει άμεσα το έδαφος, το περιβάλλον, την βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα, την απασχόληση και την τοπική κοινωνία, είτε το θέλει είτε όχι. Η δουλειά του πρέπει να είναι πολύπλευρη, με κάποιες πλευρές της όχι κερδοφόρες, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή του.

Θα παράγει λοιπόν, θα μεταποιεί ο ίδιος τα προϊόντα του και θα τα διακινεί δημιουργώντας θέσεις εργασίας, θα προστατεύει το περιβάλλον, θα αποκτά σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνεται παράγοντας της ζωής, της κοινότητάς του, αναπτύσσοντας κοινοτικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους και προωθώντας την κοινοτιστική πάλι αντίληψη για την οργάνωση της υγείας, της εκπαίδευσης, της κουλτούρας, της τροφής κλπ.

Έτσι, εκτός των άλλων, θα βοηθήσει να κρατηθεί ζωντανή η περιοχή του και να οργανωθεί γενικότερα η επαρχιώτικη αγροτική κοινωνία.

Ξεφεύγοντας απ’ τη νοοτροπία της απλής εμπορευματικής διαδικασίας, όπου ο αγρότης παράγει για να παραδώσει στον έμπορο ή το βιομήχανο και στη συνέχεια να εισπράξει και να τρέφεται ο ίδιος και η οικογένειά του από το σούπερ – μάρκετ, θα εμπλουτίσει με τέτοια στοιχεία τη ζωή του, που θα την κάνει επιθυμητή για τον καθένα.

Έτσι, εκτός των άλλων θα αποφευχθούν και οι μεσάζοντες και για την παραγωγή που θα διαθέτει προς τρίτους, θα παίρνει σωστές και δίκαιες τιμές. (Σήμερα οι τιμές είναι εξευτελιστικές για τον παραγωγό και απ’ τη μια οι καταναλωτές πληρώνουν πολύ μικρό μέρος του εισοδήματός τους για τροφή, απ’ την άλλη και απ’ αυτό το μεγαλύτερο ποσοστό πάει στους εμπόρους και τις βιομηχανίες μεταποίησης – συσκευασίας). Απ’ την άλλη, τι στιγμή που ο “πολυλειτουργικός” αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι φανερό ότι θα μπει και στη λογική της υγιεινής τροφής για τον εαυτό του και άρα εύκολα θα στραφεί προς την οικο-βιο-καλλιέργεια και την οικο-βιο-ζωοτροφία, γιατί δεν θα θέλει να τρώει τα δηλητήρια, που πριν με ελαφριά καρδιά χρησιμοποιούσε, επειδή παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά. Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες του και θα ξεφύγει απ’ τον καταναλωτισμό και τις εξωτερικές εισροές. Θα αναγκασθεί να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν χρειάζονται χημική υποστήριξη, αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλ. τις ξεχασμένες ντόπιες ποικιλίες και ράτσες και θα ξεφύγει απ’ τα υβρίδια και τα γενετικά τροποποιημένα στο μέλλον.

Κάποια στοιχεία αυτής της κατεύθυνσης υπάρχουν ήδη, κύρια όμως από νέους αγρότες των “φθινουσών” περιοχών. Έχουμε δει αγρότες να διαφοροποιούν τις δραστηριότητές τους: γίνονται “ξενοδόχοι”, “μάγειρες” (“αγροτοτουρισμός”), έμποροι τοπικών προϊόντων ή πουλάν στα κτήματά τους σε άμεση σχέση με τον καταναλωτή ή στις λαϊκές ή σε μικρούς κύκλους πελατών. Οργανώνουν επισκέψεις στα αγροκτήματα, κάνουν τους οδηγούς σε περιπάτους ή συμμετέχουν σε παιδαγωγικά σεμινάρια σχολείων (περιβ. εκπαίδευση). Προσπαθούν να οργανωθούν σε ενώσεις παραγωγοαναλωτών, να δημιουργήσουν εναλλακτικά δίκτυα διανομής και αλληλεγγύης ή να δημιουργήσουν οικοκοινότητες.

Αυτές οι δραστηριότητες αναπτύσσονται επειδή ανταποκρίνονται στην ανάγκη όλο και περισσότερων κατοίκων των τοπικών και μεγαλύτερων πόλεων, που θέλουν μια καλύτερη ποιότητα διατροφής, να προσεγγίσουν τη φύση και να γνωρίσουν τους ανθρώπους που εργάζονται σ’ αυτή και γιατί όχι να ξαναεπιστρέψουν στην επαρχία.

Όλα αυτά βέβαια απέχουν πολύ απ’ το να είναι κιόλας ένα κίνημα. Θα πρέπει λοιπόν να βοηθήσουμε όλοι, ώστε τα επόμενα χρόνια να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κίνημα “πολυλειτουργικών” νέων αγροτών με κοινοτιστική αντίληψη, που θα αναζωογονήσει την τοπική αγροτική κοινωνία δημιουργώντας αντίστοιχους θεσμούς.

Για να διευκολυνθεί η ανάπτυξή του, τα άμεσα αιτήματα προς την πολιτεία θα πρέπει να είναι του τύπου:

1. Αγροτική έρευνα για τεχνικές καλλιέργειας – εκτροφής και μεταποίησης, προσιτές τους αγρότες και ήπιες για το περιβάλλον.

2. Υποστήριξη ντόπιων ποικιλιών και ρατσών, με επιτόπου προστασία διάφορων περιοχών (όπως π.χ. έχει προτείνει και η ελληνική τράπεζα γενετικού υλικού).

3. Ελεύθερη διακίνηση και ανταλλαγή τους μεταξύ των παραγωγών.

4. Απαγόρευση των γ.τ.ο.

5. Ευνοϊκή αντιμετώπιση της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων απ’ τους ίδιους τους παραγωγούς, χωρίς να χάνουν την ιδιότητα του αγρότη (σήμερα για να κάνει κανείς επίσημα μεταποίηση, πρέπει να δημιουργήσει βιοτεχνική ή βιομηχανική επιχείρηση).

6. Οι λαϊκές στα χέρια των παραγωγών. Δημιουργία – επέκταση λαϊκών βιολογικών προϊόντων.

7. Στήριξη των παραδοσιακών – εναλλακτικών τεχνών – επαγγελμάτων.

8. Συμφιλίωση της γεωργίας με το περιβάλλον μέσω συμπληρωματικών απασχολήσεων στην ύπαιθρο (αποκατάσταση ισορροπίας στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, δάση, ποτάμια κλπ.), που θα αμείβονται απ’ την πολιτεία για συμπλήρωση εισοδήματος καθώς και δραστηριοτήτων που θα επανασυνδέουν τους κατοίκους των πόλεων με τη φύση.

9. Υποστήριξη – ενίσχυση συλλόγων – συνδέσμων παραγωγών- καταναλωτών, που εκτός των άλλων θα εξασφαλίζουν και τον ποιοτικό έλεγχο των προϊόντων.

10. Υποστήριξη της ανάπτυξης ήπιων μορφών ενέργειας (βιοκαύσιμα, βιομάζα, αιολική, ηλιακή κλπ.) και υλικών (φυσικά λιπάσματα, σκευάσματα προστασίας κλπ.).

11. Ζωοτροφές απαλλαγμένες από επικίνδυνα πρόσθετα και μεταλλαγμένα, στήριξη της εκτατικής ήπιας ζωοτροφίας και των ολοκληρωμένων αγροκτημάτων (φυτά –ζώα) κλπ.